δουλεύτρια

δουλεύτρια
δουλ-εύτρια, ,
A female attendant, Eust.1661.47.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δουλεύτριαι — δουλεύτρια female attendant fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλευτής — ο (θηλ. δουλεύτρια και δουλεύτρα, η) (AM δουλευτής, Μ θηλ. δουλεύτρια, η) υπηρέτης, δούλος μσν. νεοελλ. 1. εργάτης που ζει από την αμοιβή τής εργασίας του 2. εργατικός, φιλόπονος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”